- προστιμάρω
- (αόρ. προστιμάρισα) μετ. штрафовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προστιμάρω — και προστιμέρνω και προστιμεύω Ν τιμωρώ κάποιον επιβάλλοντάς του πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστιμο + κατάλ. άρω / εύω (πρβλ. κριτικ άρω)] … Dictionary of Greek
προστιμάρω — τιμωρώ με πρόστιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστιμάρισμα — το, Ν [προστιμάρω] η επιβολή προστίμου … Dictionary of Greek
προστιμέρνω — Ν βλ. προστιμάρω … Dictionary of Greek
προστιμεύω — Ν βλ. προστιμάρω … Dictionary of Greek